Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάντα η· πάντα.
-
- 1)
- α) Πλευρά, μεριά:
- δίδουσι απάνω τως από μια μπάντα κι άλλη κι εγίνη τόσος σκοτωμός (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2897)·
- β) διεύθυνση, κατεύθυνση:
- φυσά αγεράκι απ’ εκείνην την πάντα (Διήγ. πανωφ. 59).
- α) Πλευρά, μεριά:
- 2) (Προκ. για σκηνική διδασκαλία) άκρη· έκφρ. στη μπάντα = παράμερα, χωριστά:
- Εις τούτο σύρνεται (ενν. η Αθούσα) στη μπάντα (Πανώρ. Β́ μετά στ. 428).
- 3)
- α) Πλευρά πλοίου:
- τα καράβια ήτονε ριμένα με μια μπάντα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44926)·
- β) (ναυτ.· πιθ.) το σανίδωμα που αποτελεί την εσωτερική επένδυση πλοίου:
- το κατάρτιν από την πάντα και απάνω (Καραβ. 49314).
- α) Πλευρά πλοίου:
[<ιταλ. banda. Τ. β‑ στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάντα 1 η [bánda] & πάντα η [pánda] Ο25α : 1α. (προφ.) η καθεμιά από τις πλευρές ενός πράγματος: H μία / η άλλη ~. ΦΡ έχω / βάζω / αφήνω κτ. στην ~: α. το παραμερίζω ή αδιαφορώ γι΄ αυτό και με επέκταση το κρατώ για μελλοντική χρήση. β. (για χρήματα) αποταμιεύω: Έχει κάτι στην ~ για να παντρέψει την κόρη του. κάνω / είμαι στην ~, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη ή αδιαφορώ, παύω να ασχολούμαι με κτ., ιδίως με τα κοινά. βάζω κπ. στην ~, τον παραγκωνίζω. β. (σπάν.) ακραία ή απόμερη θέση. 2. είδος υφαντού ή κεντήματος για τοίχο: Πάνω από το ντιβάνι υπήρχε μια ~.
[ιταλ. banda· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάντα 2 η : 1. ορχήστρα με κρουστά και πνευστά όργανα, ιδίως για υπαίθριες εκδηλώσεις: H ~ του δήμου. Στρατιωτική ~. H ~ παίζει τον εθνικό ύμνο. 2. σύνολο από συχνότητες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, οι οποίες βρίσκονται ανάμεσα σε δύο όρια: H ~ των FM.
[1: ιταλ. banda `κομπανία από οργανοπαίκτες΄· 2: κατά τη σημ. του αγγλ. band]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαντάνα η [bandána] Ο25α : είδος φουλαριού που το χρησιμοποιούν συνήθ. οι γυναίκες για να στερεώνουν τα μαλλιά τους.
[αγγλ. bandanna]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανταρισμένος -η -ο [bandarizménos] Ε3 : που είναι τυλιγμένος με επίδεσμο ή σπανιότερα και με γύψο: Mπανταρισμένο χέρι / πόδι / κεφάλι.
[μππ. του *μπανταρίζω < *μπαντάρω (μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μπανταρισ-) < ιταλ. bandar(e) -ω]