Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπάνος ο.
  • Τίτλος ανώτατων αξιωματούχων στην Ουγγαρία και τη Μολδοβλαχία:
    • (Παρασπ., Βάρν. G 170
    • φουσσάτα εσύναξεν Πρέδας ο μέγας μπάνος (Ιστ. Βλαχ. 150).

[<τουρκ. - σλαβ. - ουγγρικό ban (Mor., II 204). Η λ. στο Du Cange]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες