Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάνκα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάνκα η [báŋka] Ο25α : 1. κάσα. α. η παρακαταθήκη των χρημάτων που παίζονται σε τυχερό παιχνίδι. β. παίχτης ή ειδικός υπάλληλος λέσχης, καζίνου κτλ. που κρατάει την μπάνκα και παίζει εναντίον των άλλων παιχτών. 2. (παρωχ.) α. τράπεζα. β. πάγκος και ιδίως παγκάρι εκκλησίας.

[2: ιταλ. banca `σκαμνί, τράπεζα΄· 1: ιταλ. banco παρετυμ. μπάνκα]

[Λεξικό Κριαρά]
μπάνκα η· μπάκα.
— Βλ. και μπάγκος.
  • 1) Πάγκος:
    • καδρέτο, μπάνκα και τσι εμισές καδέγλες (Διαθ. 17. αι. 3244).
  • 2) Τραπέζι (και μητρώο) στρατολόγησης:
    • ανίσως και ήθελαν να τους κρατήσουν διά σολδάτους να τους δίδουν την πληρωμήν … να απεράσουν από την μπάκαν (Μπερτόλδος 46).

[<ιταλ. banca. Τ. μπάγκα στο Somav. Πβ. και λ. πάγκα (<ιταλ. panca) σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες