Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπάμιας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάμιας ο [bámnas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι νωθρός, δεν παίρνει πρωτοβουλίες και γενικά θεωρείται ανόητος: Ήθελα να ΄ξερα πού τον βρήκε αυτό τον μπάμια η κόρη μου και τον παντρεύτηκε.

[μπάμι(α) -ας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go