Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάλος ο [bálos] Ο18 : 1. είδος ελληνικού, ιδίως νησιώτικου, χορού που χορεύεται από ζευγάρι. 2. (παρωχ.) χοροεσπερίδα.

[αντδ. < ιταλ. ballo < ρ. ballare `χορεύω΄ < υστλατ. ballare < αρχ. (διαλεκτ., στη νότιο Ιταλία) βάλλω στη σημ. του βαλλίζω `χορεύω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες