Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπάιτ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάιτ το [báit] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστή.

[λόγ. < αγγλ. byte]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go