Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάζω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάζω [bázo] Ρ2.1α μππ. μπασμένος : (οικ.) 1α. βάζω κπ. ή κτ. μέσα σε κλειστό χώρο: Mπάζει τον αγαπητικό της από την πίσω πόρτα. β. (στο γ' πρόσ.) επιτρέπω την είσοδο: Mπάζει η πόρτα / το παράθυρο, επιτρέπει την είσοδο αέρα ή κρύου. Mπάζει η βάρκα νερά. 2. (μτφ.) κατατοπίζω κπ., τον πληροφορώ για κτ.: Έμπασε το γιο στα μυστικά του επαγγέλμα τος. Άνθρωπος μπασμένος σε κτ., έμπειρος. 3. (για ύφασμα) μικραίνουν οι διαστάσεις μου: Έπλυνα το παντελόνι και έμπασε. || (μππ., μειωτ.): Mπασμένος άνθρωπος, μικρόσωμος.

[μσν. μπάζω < εμβάζω (προφ. [mb] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐμβιβάζω `βάζω μέσα΄, αρχ. σημ.: `επιβιβάζω σε καράβι΄ με απλολ. [biba > ba] (σύγκρ. διδάσκαλος > δάσκαλος)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπάζω,
βλ. εμπάζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάζωμα το [bázoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπαζώνω.

[μπαζώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαζώνω [bazóno] -ομαι Ρ1 : γεμίζω ένα χώρο, ιδίως κοιλότητα του εδάφους, με μπάζα: Mπαζώνουν τη θάλασσα / τη ρεματιά και κάνουν οικόπεδα.

[μπάζ(α τα) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες