Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούτα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μούτα η.
  • 1) Η πτερόρροια των θηρευτικών γερακιών, η απόπτωση του πτερώματός τους και η αντικατάστασή του με νέο:
    • πάρεχε αυτῴ (ενν. τῳ ιέρακι) … κρέας χοίρειον πρόσφατον· ωφελεί γαρ αυτόν εις την μούταν (Ιερακοσ. 36511· 36616).
  • 2) Ο χώρος (είδος μεγάλου κλουβιού, ένα σπιτάκι) όπου κλείνουν τα γεράκια την περίοδο της πτερόρροιας:
    • όταν δε βάλῃς αυτόν … εν τῃ μούτῃ, θες ολίγον ύδωρ εν τῳ αγγείῳ …, ίνα πίνῃ (Ιερακοσ. 36910).
  • 3) (Συνεκδ.)
    • α) προκ. για την περίοδο της πτερόρροιας των γερακιών:
      • δος δ’ αυτῴ … εσθίειν εν τῃ μούτῃ κρέας νεωστί σφαγέν (Ιερακοσ. 3659
    • β) ?προκ. για το πτέρωμα του γερακιού κατά την πτερόρροια:
      • βάλε άμμον … και κισσήριον, ίνα τρίβῃ την μούταν (Ορνεοσ. αγρ. 55916).

[<μεσν. λατ. muta. Η λ. στο Meursius και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μουτάτος επίθ.
  • 1) (Προκ. για κυνηγετικό γεράκι) που άλλαξε το πτέρωμά του, που απόκτησε νέο:
    • γεράκιν μέγαν, μουτάτον, έμορφον (Αχιλλ. (Smith) N 1064· Διγ. Z 2220).
  • 2)
    • α) (Μειωτ.) που είναι χωρίς (όλα) τα φτερά του (κατά την πτερόρροια), μαδημένος:
      • ένας γέρακας μουτάτος και πολλά παραδαρμένος (Χρησμ. X 33
    • β) (σε μεταφ.):
      • Φιλοπαππού, γεράκιν μου μουτάτον! (Διγ. Esc. 1361).

[<μεσν. λατ. mutatus (Du Cange, Lat.· πβ. Αλεξίου, Διγ. Esc., σ. 228). Η λ. στο Meursius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες