Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούσκιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μούσκιο το [músko] Ο39 : κυρίως στην έκφραση βάζω κτ. στο ~, το βάζω μέσα σε νερό για να μουσκέψει, να μουλιάσει.

[μουσκ(εύω) -ιο (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες