Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούρσια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μούρσια η.
  • Ψοφίμι:
    • δεν πηγαίνεις (ενν. συ, ο κόρακας) … να εύρεις καμίαν μούρσιαν (Πουλολ. AZ 12).

[<βουλγ. a. Η λ. με διαφορ. σημασ., καθώς και ρ. μουρσιάζω σήμ. στην Ήπειρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες