Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούρη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μούρη η [múri] Ο30α : 1α. (συνήθ. μειωτ.) το πρόσωπο του ανθρώπου· μούτρο: Δες τη ~ σου στον καθρέφτη. Σπάω τη ~ κάποιου, τον χτυπώ πολύ στο πρόσωπο. Πετάω κτ. στη ~ κάποιου, με περιφρονητική διάθεση. Ήρθαμε ~ με ~ με κπ., τον συνάντησα τυχαία και χωρίς να μπορώ να τον αποφύγω. ΦΡ τρίβω* τη ~ κάποιου. χώνω* παντού τη ~ μου. πουλάω* ~. β. το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των ζώων. 2. (μτφ.) το μπροστινό τμήμα ορισμένων αντικειμένων, ιδίως μεταφορικών μέσων: H ~ του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου. μουράκλα η MΕΓΕΘ συνήθ. στη σημ. 1α.

[μσν. μούρη < ιταλ. (διαλεκτ.) αρσ. murro `μουσούδι΄, πληθ. murri που θεωρήθηκε θηλ. εν.· μούρ(η) -άκλα]

[Λεξικό Κριαρά]
μούρη η.
  • 1)
    • α) Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού· ρύγχος, μουσούδα· (εδώ προκ. για φίδι):
      • την μούρην του την ψιλήν και την κεφαλήν (Πηγά, Χρυσοπ. 182 (32)· Φυσιολ. (Legr.) 428
    • β) (προκ. για πτηνά) ράμφος:
      • (Ερωφ. Β́ 157).
  • 2)
    • α) Πρόσωπο:
      • βάνουσι ομορφάδες διαβολικές εις την μούρη ντως (Αποκ. Θεοτ. 130
      • φρ. τσακίζω τη μούρη κάπ. = νικώ, κατατροπώνω κάπ.:
        • (Κορων., Μπούας 152
    • β) (σε μεταφ.):
      • η μοίρα … δίδει μου στη μούρη (Στάθ. Β́ 34
    • γ) (γενικ.) μορφή:
      • μούρη γαϊδουρωμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1246]
    • δ) (ειρων.) μούτρο:
      • την μούρην σου την όμορφη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1238]
    • ε) (με κτητ. αντων. περιφρονητικά για να δηλωθεί το ίδιο το άτομο):
      • μην έρθει πλιο στην πόρτα μου τη μούρη του να φέρει (Κατζ. Ά 160
    • στ) (συνεκδ.) στόμα:
      • απού τη μούρη θρέφουνται όλα τα κορμιά (Φορτουν. Δ́ 368).
  • 3) Μυτερό άκρο, αιχμή:
    • δίδει το ψωμί στου λεμπιδιού τη μούρη (Πανώρ. Γ́ 367
    • τα κοντάρια εδώκασι στη μούρη ένα με τ’ άλλο (Ερωτόκρ. Β́ 1480).

[<πληθ. mur(r)i του διαλεκτ. ιταλ. murro - γενουατ. muro (Ανδρ., Τσουδερός 1969: 84, ΛΚΝ). Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μουρήνα η,
βλ. μουρούνα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες