Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούργος ο [múrγos] Ο18 : 1. μεγαλόσωμο τσοπανόσκυλο συνήθ. με σκού ρο τρίχωμα. 2. (υβρ.) για άνθρωπο άσχημο, άξεστο ή δύστροπο.
[μσν. μούργος `καστανοκόκκινος΄ (για άλογα ή μουλάρια) < μούργ(α) -ός με μετακ. τόνου κατά τα άσπρος, μαύρος]



