Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούντζα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μούντζα η· μούζα· μούτζα.
  • 1) Μουντζούρα, καπνιά:
    • οι από του εργαστηρίου του χαλκέως εξερχόμενοι και την μούντζην του μαυριασμού από του προσώπου εκπλύνοντες (Παράφρ. Χων. 273).
  • 2) Συνεκδ. (από χρ. της λ. σε διαπομπεύσεις)
    • α) (υβριστ.) αβλεψία, τύφλα:
      • η μούτζα και αστοχία τους! (Συναξ. γυν. 848
    • β) κακοτυχία, ατυχία:
      • μα την μούζαν του και την κακήν του μοίραν (Σαχλ. N 163).
  • Έκφρ. στα μάτια μούντζες και στρούντζες = (πιθ.) για υβριστ. χειρονομία:
    • (Σπανός A 412).
    • Φρ.
    • 1) Αλείφω κάπ. τις μούζες = προσβάλλω, ντροπιάζω κάπ. με τις πράξεις μου ή (πιθ.) κοροϊδεύω, εξαπατώ:
      • (Σαχλ. Ά PM 359).
    • 2) Χρίω κάπ. την μούζαν = περιφρονώ:
      • (Σαχλ. Ά PM 47).
  • Η λ. ως σκωπτικό παρων.:
    • (Σπανός D 1719).
  • [πιθ. <περσ. muzh (Γιαννουλέλλης 1982, ΛΚΝ), αν όχι <επίθ. μουντός (Ανδρ.). Ο τ. μούζα στο Du Cange και σήμ. κρητ. και κυπρ. Η λ. (Meursius, μούνζα) και ο τ. μούτζα και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες