Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μούνα η.
-
- Μαϊμού:
- Οι αποδιαλεκτάδες ένι φτιασμένοι ως γυιον την μούναν, ότι αποδιαλέγεται πάσα άνθρωπον (Ξόμπλιν φ. 135v (χφ. κριτ. υπ.· έκδ. μαμούναν)).
[<παλαιότ. ιταλ. mon(n)a (Somav., DEI)· βλ. και Meyer, NS IV 54. Πβ. ιταλ. mammone και κυπρ. μαϊμούνα (Χατζ., Λεξ.)]
- Μαϊμού:



