Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουστάκης ο.
-
- Που έχει (μεγάλο) μουστάκι, «μουστακαλής»· (εδώ ως παρων. σκωπτ.):
- μουστάκη, τραγογένη σπανέ (Σπανός D 1136).
[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑ης]
- Που έχει (μεγάλο) μουστάκι, «μουστακαλής»· (εδώ ως παρων. σκωπτ.):



