Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσούδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσούδι το [musúδi] Ο44 & μουσούδα η [musúδa] Ο25α : το κάτω μπροστινό τμήμα του κεφαλιού των θηλαστικών, στο οποίο βρίσκεται η μύτη και το στόμα τους· (πρβ. ρύγχος): Tο ~ του σκύλου / της γάτας. Tο άλογο έπινε χώνοντας το ~ του μέσα στο νερό.

[μσν. μουσούδι(ν) < ιταλ. mus(o) `πρόσωπο ζώου ή ανθρώπου΄ -ούδι(ν)· μσν. μουσούδα < μουσούδ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
μουσούδι(ν) το.
— Βλ. και μουσούνα και μούτσουνο(ν).
  • Στον πληθ.
    • α) ρύγχος· (εδώ προκ. για άνθρωπο) πρόσωπο:
      • Κορίτσιν είδα θαυμαστόν … είχεν … χρόαν … αλεφάντινον εις τα μουσούδια (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 281
    • β) (συνεκδ.) προκ. για τα χαρακτηριστικά του προσώπου·
      • (εδώ μειωτ.):
        • τα μουσούδια τά βαστάς στην άμμον να τα βγάλει (ενν. η θάλασσα) (Ριμ. κόρ. 743).

[<ιταλ. muso + κατάλ. ‑ούδι(ν). Η λ. (‑ι) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες