Παράλληλη αναζήτηση
| 14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουσούδα η.
-
— Βλ. και μουσούνα.
- Μεγάλο ρύγχος· (εδώ ειρων. σε συνεκδ. και επιθετ. χρ.) που έχει μεγάλο ράμφος:
- την χήνα την μουσούδα (Πουλολ. 102 κριτ. υπ).
[<ουσ. μουσούδι(ν) + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ.]
- Μεγάλο ρύγχος· (εδώ ειρων. σε συνεκδ. και επιθετ. χρ.) που έχει μεγάλο ράμφος:
- μουσούδι το [musúδi] Ο44 & μουσούδα η [musúδa] Ο25α : το κάτω μπροστινό τμήμα του κεφαλιού των θηλαστικών, στο οποίο βρίσκεται η μύτη και το στόμα τους· (πρβ. ρύγχος): Tο ~ του σκύλου / της γάτας. Tο άλογο έπινε χώνοντας το ~ του μέσα στο νερό.
[μσν. μουσούδι(ν) < ιταλ. mus(o) `πρόσωπο ζώου ή ανθρώπου΄ -ούδι(ν)· μσν. μουσούδα < μουσούδ(ι) μεγεθ. -α]
- μουσούδι(ν) το.
-
— Βλ. και μουσούνα και μούτσουνο(ν).
- Στον πληθ.
- α) ρύγχος· (εδώ προκ. για άνθρωπο) πρόσωπο:
- Κορίτσιν είδα θαυμαστόν … είχεν … χρόαν … αλεφάντινον εις τα μουσούδια (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 281)·
- β) (συνεκδ.) προκ. για τα χαρακτηριστικά του προσώπου·
- (εδώ μειωτ.):
- τα μουσούδια τά βαστάς στην άμμον να τα βγάλει (ενν. η θάλασσα) (Ριμ. κόρ. 743).
- (εδώ μειωτ.):
- α) ρύγχος· (εδώ προκ. για άνθρωπο) πρόσωπο:
[<ιταλ. muso + κατάλ. ‑ούδι(ν). Η λ. (‑ι) και σήμ.]
- Στον πληθ.
- μουσουλμανείον το· μουσθλουμανείον.
-
- Το σύνολο των μουσουλμάνων, οι μωαμεθανοί:
- ο αφέντης ο σουρτάνος … είναι … μονοκράτωρ του μουσθλουμανείου (Μαχ. 64211).
[<ουσ. μουσουλμάνος + κατάλ. ‑είον]
- Το σύνολο των μουσουλμάνων, οι μωαμεθανοί:
- μουσουλμανίζω· μουσθλουμανίζω.
-
- Ά (Αμτβ.) ασπάζομαι το μωαμεθανισμό, γίνομαι μουσουλμάνος:
- εδέκτησαν τον θάνατον εις την πίστην του Χριστού, παρά … να 'χαν μουσθλουμανίσειν (Μαχ. 6389).
- B́ (Μτβ.) κάνω κάπ. οπαδό του μωαμεθανισμού, εξισλαμίζω:
- έβαλαν τα παιδιά να μαθάνουν γράμματα σαρακήνικα και … εμουσθλουμανίσαν τα (Βουστρ. 1029).
[<ουσ. μουσουλμάνος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και στον Κουμαν.]
- Ά (Αμτβ.) ασπάζομαι το μωαμεθανισμό, γίνομαι μουσουλμάνος:
- μουσουλμανικός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στους μουσουλμάνους:
- κτίσιμον μετζιτίου ή άλλου τινός τόπου μουσουλμανικού (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 272).
[<ουσ. μουσουλμάνος + κατάλ. ‑ικός. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στους μουσουλμάνους:
- μουσουλμανικός -ή -ό [musulmanikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μουσουλμανισμό ή στους μουσουλμάνους· ισλαμικός, μωαμεθανικός: Mουσουλμανική θρησκεία / τέχνη. Ο ~ κόσμος. Mουσουλμανικό τέμενος / δίκαιο / ημερολόγιο / κράτος.
[λόγ. < μσν. μουσουλμανικός < μουσουλμάν(ος) -ικός]
- μουσουλμανισμός ο [musulmanizmós] Ο17 : η θρησκεία που ίδρυσε ο Mωάμεθ· ισλαμισμός, μωαμεθανισμός.
[λόγ. μουσουλμάν(ος) -ισμός]
- μουσουλμάνος ο [musulmános] Ο18 θηλ. μουσουλμάνα [musulmána] Ο25α & (λόγ.) μουσουλμανίδα [musulmaníδa] Ο26 : οπαδός του μουσουλμανισμού· μωαμεθανός: Aλλάχ, ο θεός των μουσουλμάνων.
[μσν. μουσουλμάνος < περσ. musulmān -ος < αραβ. muslim `πιστός, υποταγμένος στο Θεό΄ (πρβ. τουρκ. müslüman & μσν. μουσλουμάνος)· μουσουλμάν(ος) -α· λόγ. μουσουλμάν(ος) -ίς > -ίδα]
- μουσουλμάνος ο· μουρσουμάνος· μουσθλουμάνος· μουσουλουμάνος.
-
- α) Οπαδός του μωαμεθανισμού, μωαμεθανός:
- τον μουσουλμάνον δει μουσουλμάνος κρίναι (Δούκ. 7725)·
- μουσουλουμάνοι να γενού …, να πολεμούν χριστιανούς (Ανακάλ. 85)·
- β) (συνεκδ.) οι Τούρκοι:
- ήλθεν ο μουσουλμάνος … και τον Μοριάν αφέντευσε (Κορών., Μπούας 6).
- Η λ. και άκλ. Μουσουλμάν ως κύρ. όν.:
- (Σφρ., Χρον. 68,)> (Δούκ. 10127).
[<τουρκ. Müslüman· βλ. Mor. II 198. Η λ. το 14. αι., στο Du Cange (‑οι) και σήμ.]
- α) Οπαδός του μωαμεθανισμού, μωαμεθανός:



