Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσουλμάνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσουλμάνος ο [musulmános] Ο18 θηλ. μουσουλμάνα [musulmána] Ο25α & (λόγ.) μουσουλμανίδα [musulmaníδa] Ο26 : οπαδός του μουσουλμανισμού· μωαμεθανός: Aλλάχ, ο θεός των μουσουλμάνων.

[μσν. μουσουλμάνος < περσ. musulmān -ος < αραβ. muslim `πιστός, υποταγμένος στο Θεό΄ (πρβ. τουρκ. müslüman & μσν. μουσλουμάνοςμουσουλμάν(ος) -α· λόγ. μουσουλμάν(ος) -ίς > -ίδα]

[Λεξικό Κριαρά]
μουσουλμάνος ο· μουρσουμάνος· μουσθλουμάνος· μουσουλουμάνος.
  • α) Οπαδός του μωαμεθανισμού, μωαμεθανός:
    • τον μουσουλμάνον δει μουσουλμάνος κρίναι (Δούκ. 7725
    • μουσουλουμάνοι να γενού …, να πολεμούν χριστιανούς (Ανακάλ. 85
  • β) (συνεκδ.) οι Τούρκοι:
    • ήλθεν ο μουσουλμάνος … και τον Μοριάν αφέντευσε (Κορών., Μπούας 6).
  • Η λ. και άκλ. Μουσουλμάν ως κύρ. όν.:
    • (Σφρ., Χρον. 68,)> (Δούκ. 10127).

[<τουρκ. slüman· βλ. Mor. II 198. Η λ. το 14. αι., στο Du Cange (‑οι) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες