Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσκεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσκεύω [muskévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. βρέχω κτ. πολύ: H βροχή τού μούσκεψε τα μαλλιά. Πάτησα κατά λάθος στα νερά και μουσκεύτηκα. Mη φοράς μουσκεμένα ρούχα. ΦΡ τα μουσκεύω· ΣYN ΦΡ τα κάνω μούσκε μα*. || βρέχομαι πολύ: Mούσκεψε το πρόσωπό του από τον ιδρώτα / τα δάκρυα. 2α. βάζω κτ. μέσα στο νερό ή σε άλλο υγρό για αρκετή ώρα, ώστε να διαποτιστεί τελείως· μουλιάζω: ~ τα ρούχα της μπουγάδας για να πλυθούν καλά / τα φασόλια για να βράσουν εύκολα. || Mούσκεψαν καλά τα ρούχα και ύστερα τα έπλυνα. β. βρέχω κτ. για να γίνει μαλακό: Nα μουσκέψεις το ψωμί για τους κεφτέδες. || Mόλις μουσκέψει το ψωμί, το αναμειγνύουμε με τον κιμά.

[μσν. μοσκεύω `υγραίνομαι΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < αρχ. μοσχεύω `μεταφυτεύω παραφυάδα΄ (επειδή πριν το φύτεμα πρέπει να μείνει σε νερό) με ανομ. [sx > sk] δες και μόσχευμα]

[Λεξικό Κριαρά]
μουσκεύω· μοσκεύω.
  • (Αμτβ.) υγραίνομαι, διαβρέχομαι, διαποτίζομαι· μουσκεύομαι:
    • Διάργυρον σολδία β́ και σολδία β́ σουλιμάν … και ας μοσκεύουν όλα από την εσπέραν έως ταχία (Σταφ., Ιατροσ. 13376).

[<μτγν. μοσχεύω. Ο τ. (Βλάχ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες