Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσικοκριτικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσικοκριτικός ο [musikokritikós] Ο17 θηλ. μουσικοκριτικός [musiko kritikós] Ο34 : αυτός που κάνει κριτική μουσικών έργων.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μουσικοκριτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσικοκριτικός -ή -ό [musikokritikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην κριτική της μουσικής: H μουσικοκριτική στήλη της εφημερίδας. 2. (ως ουσ.) α. η μουσικοκριτική, δημοσιογραφία που ασχολείται με την παρουσίαση και την κριτική της μουσικής. β. ο μουσικοκριτικός*.

[λόγ. μουσικ(ή) -ο- + κριτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες