Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσαμαδιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσαμαδιά η [musamaδjá] Ο24 : (παρωχ.) το αδιάβροχο.

[μουσαμαδ- (μουσαμάς) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες