Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουρούνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουρούνα η [murúna] Ο25 : ψάρι που συγγενεύει με τον μπακαλιάρο.

[ιταλ. morona ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και [ro > ru] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μουρούνα η· μουρήνα.
— Βλ. και μουρόνι.
  • Είδος του ψαριού οξύρρυγχος, αλλιώς στουριόνι:
    • μουρούνας μεσοϋπόκοιλον (Προδρ. IV 206 χφ C κριτ. υπ).

[πιθ. <ρουμ. morun (Georgacas 1978: 141)· πβ. παλαιότ. ιταλ. morona (DEI). Ο τ. (Du Cange App., ‑ίνα) ίσως από συμφ. με το ιταλ. murena (παλαιότ. mo‑) «σμέρνα» (DEI) ως αντιδ. (<ελλην. μύραινα)· πβ. όμως και τουρκ. morina (Georgacas, ό.π.). Τ. μορό‑ και μορού‑ το 17. αι. (Gesprächb. 4715 κριτ. υπ.). Η λ. στο Somav. («σμέρνα»)· η σημασ. ιδιωμ. (κοιν. «γάδος»· για τη λ. βλ. Georgacas, ό.π. 139-42)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες