Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρουνέλαιο το [murunéleo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από το συκώτι της μουρούνας, έχει κίτρινο χρώμα, δυσάρεστη γεύση και οσμή, αλλά είναι πλούσιο σε βιταμίνες και χορηγείται ως δυναμωτικό.
[λόγ. μουρούν(α) + -έλαιον]



