Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μουρνταρεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουρνταρεύω [murdarévo] Ρ5.2α : 1. (προφ.) επιδιώκω ή έχω πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: Έφυγε η γυναίκα του κι αυτός μουρνταρεύει. 2. (λαϊκότρ.) λερώνω ή μολύνω κτ.: Mη μουρνταρεύεις το φαΐ.

[μουρντάρ(ης) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go