Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρμούρης ο [murmúris] Ο11 θηλ. μουρμούρα [murmúra] Ο25α : (οικ.) αυτός που μουρμουρίζει, όταν παραπονιέται ή όταν διαμαρτύρεται.
[μουρμούρ(α) -ης· μουρμούρ(ης) -α]