Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουράγια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μουράγια τα.
  • Τείχη:
    • Ας πέσουν τα μουράγια μου, να σβήσει τ’ όνομά μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57119· 2975
    • (συνεκδ. προκ. για τα πυροβόλα όπλα που είναι τοποθετημένα στα τείχη):
      • ανάπτουν τα μουράγια (αυτ. 26825).

[<παλαιότ. ιταλ. - βεν. muraia (Battaglia, λ. muraglia)· άσχ. το νεότ. ουσ. μουράγιο (<βεν. moragio, Kahane-Bremner 1967: 79, λ. *moraggio)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες