Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουνόψειρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουνόψειρα η [munópsira] Ο27α : (χυδ.) 1. είδος ψείρας που ζει στο τρίχωμα του εφηβαίου. 2. (μτφ.) για ασήμαντο και ενοχλητικό άνθρωπο, από την παρουσία του οποίου δύσκολα απαλλασσόμαστε.

[μουν(ί) -ο- + ψείρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες