Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουνούχος ο [munúxos] Ο18 : (λαϊκότρ.) 1. ο ευνούχος. 2. (μτφ.) άνθρωπος ανίκανος και τιποτένιος.
[αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουνούχος ο,
- βλ. ευνούχος.



