Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μουνουχίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουνουχίζω [munuxízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ευνουχίζω.

[μσν. *μουνουχίζω (πρβ. μσν. αμουνούχιστο `όχι ευνουχισμένο΄) < μουνούχ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μουνουχίζω,
βλ. ευνουχίζω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go