Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουνιοτσάκατος, επίθ.
-
- Λ. πλαστή <ουσ. μουνίν + τσακάτι (= μέτωπο· πβ. καβουρομουνιομέτωπος):
- σπανέ, … βιλλάτε, κωλάτε … και μουνιοτσάκατε (Σπανός A 246 (έκδ. ‑άτε· διόρθ. κατά το χφ Καραναστάσης)).
- Λ. πλαστή <ουσ. μουνίν + τσακάτι (= μέτωπο· πβ. καβουρομουνιομέτωπος):