Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουνίν το· μουνί.
-
- Γυναικείο αιδείο· (εδώ προκ. για ζώο θηλυκού γένους):
- (Διήγ. παιδ. 467)·
- γαδάρας μουνίν (Σπανός A 499).
[πιθ. <ουσ. *μνί(ον) <βινείν· βλ. και ΛΚΝ. Ο τ. στο Meursius (‑ή) και σήμ. Η λ. στο Meursius, ό.π.]
- Γυναικείο αιδείο· (εδώ προκ. για ζώο θηλυκού γένους):