Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουζίκος ο [muzíkos] Ο18 : Ρώσος χωρικός της τσαρικής εποχής, εξαρτημένος από γαιοκτήμονα και συνήθ. εξαθλιωμένος.
[ρωσ. mužik `ανθρωπάκος, κατώτερος άνθρωπος, χωριάτης΄ -ος (πρβ. μσν. μουζακίτζης `ανθρωπάριο΄)]



