Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουζίκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουζίκος ο [muzíkos] Ο18 : Ρώσος χωρικός της τσαρικής εποχής, εξαρτημένος από γαιοκτήμονα και συνήθ. εξαθλιωμένος.

[ρωσ. mužik `ανθρωπάκος, κατώτερος άνθρωπος, χωριάτης΄ -ος (πρβ. μσν. μουζακίτζης `ανθρωπάριο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες