Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουδιασμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουδιασμένος -η -ο [muδjazménos] Ε3 : που βρίσκεται σε έντονη αμηχανία και αδρανεί: Kάθεται μουδιασμένος και δε μιλάει. μουδιασμένα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε λίγο ~.

[μππ. του μουδιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες