Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μου
366 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μου [mú] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της αγελάδας, συνήθ. με το ου παρατεταμένο.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μου το [mú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα μι 1.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα μι 1 με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής και ειδικά του [u] από επίδρ. του χειλ. [m] και αναλ. προς τα πρώ τα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

[Λεξικό Κριαρά]
μού, μου, αντων.,
βλ. εγώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουβιόλα η [muvjóla] Ο25α : μηχάνημα με το οποίο γίνεται το μοντάζ.

[αγγλ. moviola < Moviola (σήμα κατατ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μούγγα η [múnga] Ο25α : (προφ.) 1. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σιωπηλός· μουγγαμάραβ. 2. ως προσταγή, μη μιλάς: Εσύ τώρα ~· θα μιλήσω εγώ.

[μουγγ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουγγαίνω [mungéno] -ομαι Ρ7.1 : (οικ.) κάνω κπ. μουγγό, τον βουβαίνω.

[μουγγ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουγγαμάρα η [muŋgamára] Ο25α : η ιδιότητα, η κατάσταση του μουγγού· (πρβ. βουβαμάρα). α. (προφ.) η ιδιότητα αυτού που δεν μπορεί να μιλήσει λόγω φυσικής αδυναμίας. β. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σιωπηλός: ~ έπεσε σήμερα;

[μουγγ(ός) -αμάρα]

[Λεξικό Κριαρά]
μουγγός, επίθ.· μογγός.
  • 1) Μουγγός:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2933).
  • 2) (Μεταφ., σε επανάληψη για επίταση) χαμηλόφωνος, σιγανός ή που δε βγάζει ήχο:
    • σάλπιγγες μουγγές μουγγές (Ερωτόκρ. Δ́ 1970).

[<παλαιότ. επίθ. μογγός (4. αι., L‑S)· πβ. μυκός στον Ησύχ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουγγός -ή -ό [muŋgós] Ε1 : (για πρόσ.) που δεν μπορεί να μιλήσει· βουβός: α. λόγω φυσικής αδυναμίας· (πρβ. κωφάλαλος): Στη γειτονιά είχαν ένα μουγγό. ~ είσαι και δε μιλάς; β. προσωρινά λόγω έντονου συναισθήματος· άφωνος, άλαλος: Σοκαρίστηκε τόσο πολύ που για ώρα έμεινε ~. γ. σιωπηλός: Aπάντησέ μου· γιατί κάθεσαι έτσι ~; μουγγά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. γ. (έκφρ.) στα ~, σιωπηλά, αθόρυβα.

[ελνστ. μογγός `βραχνός, με δυσκολία στην ομιλία΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουγγρί το [muŋgrí] Ο43 : ψάρι που ζει στη θάλασσα και μοιάζει με χέλι.

[μσν. μουγγρίν < ελνστ. γογγρίον υποκορ. του αρχ. γόγγρος με τροπή [γ > m] ίσως από αφομ. προς το ακόλουθο [ŋ] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [ŋ] ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...37   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες