Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοτόρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοτόρι το [motóri] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο κινητήρας. α. κάθε μηχάνημα που διαθέτει κινητήρα. β. το μηχανοκίνητο καΐκι. μοτοράκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. motor(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες