Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοτοποδήλατο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοτοποδήλατο το [motopoδílato] Ο42 : δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα μικρής ιπποδύναμης· μηχανάκι: Οδηγός μοτοποδηλάτου.

[λόγ. μοτό + ποδήλατον μτφρδ. αγγλ. motor bicycle]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go