Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοτέλ το [motél] Ο (άκλ.) : είδος ξενοδοχείου που βρίσκεται κατά μήκος των μεγάλων αυτοκινητόδρομων και εξυπηρετεί τους περαστικούς ταξιδιώτες: Σταματήσαμε σ΄ ένα ~ για καφέ. Δωμάτιο σε ~.
[λόγ. < αγγλ. motel]



