Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοσχοπουλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοσχοπουλώ [mosxopuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : πουλάω κτ. σε πολύ καλή τιμή.

[μοσχο- + πουλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go