Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοσχολίβανο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοσχολίβανο το [mosxolívano] Ο41 : είδος λιβανιού. ΠAΡ Ο καθένας την πορδή* του ~ την έχει.

[μσν. *μοσχολίβανον (πρβ. μσν. μουσκολίβανον) < μοσχο- + λιβάν(ι) -ον]

[Λεξικό Κριαρά]
μοσχολίβανον το· μουσκολίβανον.
  • Μοσχολίβανο:
    • Το δικαίωμαν του μουσκολιβάνου (Ασσίζ. 24022).

[<ουσ. μόσχος + λιβάνι(ν). Η λ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες