Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσχάτος, επίθ.· μοσκάτος.
-
- 1) Που περιέχει μόσχο· ευωδιαστός:
- αλειπτούτσικα μοσχάτα (Προδρ. II 46)·
- Εις κρασίν να ποίσει ουσίαν μοσκάτην (Ιατροσ. κώδ. φογ́).
- 2) Προκ. για το ιδιαίτερα ευωδιαστό κρασί που παράγεται από την ομώνυμη ποικιλία σταφυλιού:
- (Φουρτουν. Ά 107).
- Το ουδ. ως ουσ. = το μοσχάτο κρασί:
- μοσχάτον θαυμαστόν εκ το νησί της Κρήτης (Αρσ., Κόπ. διατρ. [620]).
[<ουσ. μόσχος + κατάλ. ‑άτος. Ο τ. στο Βλάχ. (στο ουδ.) και σήμ. Ουδ. μουσκάτον ως ουσ. σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange App. II (στο ουδ.) και σήμ.]
- 1) Που περιέχει μόσχο· ευωδιαστός:



