Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοσκάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοσκάρι το [moskári] Ο44 : (λαϊκότρ.) το μοσχάρι. μοσκαράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μοσκάρι < ελνστ. μοσχάριον υποκορ. του αρχ. μόσχος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μοσκάρι το,
βλ. μοσχάριον.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες