Παράλληλη αναζήτηση
| 74 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μος, επίρρ.,
- βλ. μόλις.
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσγίτιν το,
- βλ. μασγίδιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσκαρεύομαι,
- βλ. μασκαρεύγομαι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοσκάρι το [moskári] Ο44 : (λαϊκότρ.) το μοσχάρι.
μοσκαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μοσκάρι < ελνστ. μοσχάριον υποκορ. του αρχ. μόσχος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσκάρι το,
- βλ. μοσχάριον.
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσκατέλλι το· μουσκατέλλι.
-
- Κρασί μοσχάτο:
- γλυκομυρωδάτα ποτά, μουσκατέλλια και μοροβασιές (Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 43).
[<ιταλ. moscatello. Τ. μοσχ‑ στο Du Cange (‑έλι). Λ. ‑ο στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κρασί μοσχάτο:
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσκάτος, επίθ.,
- βλ. μοσχάτος.
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσκέα η.
-
- Μουσουλμανικό τέμενος, τζαμί:
- εις τη μοσκέα … τον εθάψα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3475).
[<ιταλ. moschea]
- Μουσουλμανικό τέμενος, τζαμί:
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσκεταρία η.
-
- Στρατιώτες οπλισμένοι με μοσκέτα:
- καστέλλια … πλήσια μοσκεταρία (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1525).
[<βεν. *moschetaria - ιταλ. moschetteria. Η λ. στο Somav. II 310]
- Στρατιώτες οπλισμένοι με μοσκέτα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσκέτο το.
-
- Είδος φορητού πυροβόλου όπλου:
- (Φορτουν. Β́ 70), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26619).
[<βεν. moscheto. Η λ. και σήμ. κρητ. (‑έττ‑). Τ. μου‑ σήμ.]
- Είδος φορητού πυροβόλου όπλου:



