Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μορφωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μορφωμένος -η -ο [morfoménos] Ε3 μππ. του μορφώνω : που έχει μορφωθεί, που έχει μόρφωση: ~ άνθρωπος. Tα παλιά χρόνια λίγες ήταν οι μορφωμένες γυναίκες. Όλοι στην οικογένειά του είναι μορφωμένοι. || (ως ουσ.) ο μορφωμένος, θηλ. μορφωμένη: Όλοι στο χωριό πρέπει να βοηθήσουν στη δημιουργία της βιβλιοθήκης και ιδιαίτερα οι μορφωμένοι.

[λόγ. μππ. του μορφώνω μτφρδ. γερμ. gebildet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες