Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μορφασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μορφασμός ο [morfazmós] Ο17 : γκριμάτσα που συνήθ. οφείλεται σε έντονο αίσθημα ή συναίσθημα: ~ πόνου / αηδίας. Kάνω μορφασμούς. Aστείος ~. Πρόσωπο συσπασμένο από τους μορφασμούς.

[λόγ. < ελνστ. μορφασμός `χειρονομία΄ κατά τη σημ. του μορφάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go