Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μορταδέλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μορταδέλα η· μουρταδέλα.
  • Είδος αλλαντικού, μουρταδέλα (Βλάσση 1998: 69):
    • τηγανιστό σκώτι και μουρταδέλες (Φορτουν. Β́ 321).

[<ιταλ. mortadella. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες