Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μορμόνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μορμόνος ο [mormónos] Ο18 : οπαδός προτεσταντικής αίρεσης που αναπτύχθηκε στις HΠA: Tο δόγμα των μορμόνων.

[λόγ. < αγγλ. Mormon -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες