Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορμολύκειο το [mormolíkio] Ο40 : (μειωτ.) για πολύ γέρο και άσχημο άνθρωπο.
[λόγ. < αρχ. μορμολυκεῖον (-ειον) `σκιάχτρο, ξωτικό΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μορμολύκειον το.
-
- α) Φόβητρο, σκιάχτρο:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 6830)·
- β) (μεταφ.):
- μη αποδρασάτω το μορμολύκειον τούτο (ενν. ο Παγιαζίτ και οι Τούρκοι) εκ των χειρών ημών (Δούκ. 9520).
[αρχ. ουσ. μορμολυκείον ή ‑λύκειον. Τ. μαρμουλύκι σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- α) Φόβητρο, σκιάχτρο:



