Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοριακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοριακός -ή -ό [moriakós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ανήκει στο μόριο της ύλης: Mοριακή σύνθεση μιας χημικής ένωσης. ~ τύπος. Mοριακή θεωρία / βιολογία / έλξη / μάζα. Mοριακό βάρος, ο αριθμός που εκφράζει πόσες φορές το μόριο ενός στοιχείου ή μιας χημικής ένωσης είναι βαρύτερο από το 1/12 του βάρους του ελαφρότερου ισοτόπου του άνθρακα. Mοριακό κλάσμα. ~ μαγνήτης, μόριο σιδήρου με στοιχειώδεις μαγνητικές ιδιότητες.

[λόγ. μόρι(ον) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go