Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονώνυμο το [monónimo] Ο40 : αλγεβρική παράσταση στην οποία δεν υπάρχει πράξη προσθέσεως ή αφαιρέσεως: Aκέραιο / κλασματικό ~.
[λόγ. < ελνστ. μονώνυμος `που έχει μοναδικό όνομα΄ σφαλερή ταύτιση προς το γαλλ. monἄme < mo(no)- = μο(νο)- + αρχ. νόμος (στη σημ.: `μέρος΄) κατά το binἄme = διώνυμο]



