Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόφυλλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μονόφυλλος, επίθ.
  • (Προκ. για ένδυμα) που αποτελείται από ένα μόνο φύλλο υφάσματος:
    • διφιγκίτσιν … μονόφυλλον (Αχιλλ. (Smith) N 861).

[μτγν. επίθ. μονόφυλλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόφυλλος -η -ο [monófilos] Ε5 : που αποτελείται ή που έχει ένα μόνο φύλλο: Mονόφυλλη πόρτα. Mονόφυλλο παράθυρο. Mονόφυλλο άνθος, που έχει μόνο ένα φύλλο ή σέπαλο. Mονόφυλλο έντυπο και ως ουσ. το μονόφυλλο.

[λόγ. < ελνστ. μονόφυλλος `φυτό με ένα φύλλο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες